μοσχῆ

μοσχῆ
μοσχ-ῆ (sc. δορά), ,
A calf-skin, Anaxandr. 65. -ηδόν, Adv., (μόσχος B) like a calf, Nic.Al.357.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοσχή — μοσχῆ, έη, ἡ (Α) (ενν. δορά) δέρμα μόσχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μοσχέη < μόσχος (Ι) + επίθημα έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβ λ. κυν έη, λεοντ έη)] …   Dictionary of Greek

  • μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”